- τοξιναιμία
- και τοξαιμία, η, Ν1. ιατρ. η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων βακτηριακών τοξινών στο αίμα, χωρίς ανάλογη αύξηση τού αριθμού τών μικροβίων τα οποία τίς παράγουν, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις νόσων από βακτήρια που δρουν με τις εξωτοξίνες τους2. φρ. «τοξιναιμία τής κυήσεως»ιατρ. ομάδα διαταραχών που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια τής εγκυμοσύνης ή αμέσως μετά από αυτήν, και περιλαμβάνουν υπέρταση, λευκωματουρία, οίδημα, και μερικές φορές σπασμούς και κώμα.
Dictionary of Greek. 2013.